Δυσώρου

Δυσώρου
Δύσωρον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσώρου — δύσωρος unseasonable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαυροβούνι — I Ονομασία βουνών ή κορυφών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.179 μ.) της Κεντρικής Μακεδονίας, στα σύνορα των νομών Κιλκίς και Σερρών. Αποτελεί προέκταση του όρους Δυσώρου (Κρούσω). 2. Βουνό (υψόμ. 1.695 μ.) της Κορινθίας, ανάμεσα στον Φενεό και τη Στυμφαλία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”